χαλεπαί

χαλεπαί
χαλεπός
difficult
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαλεπᾶι — χαλεπᾷ , χαλεπός difficult fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДИСЦИПЛИНА ВОЕННАЯ —    • Disciplina militāris.     I. Военная Д. греков была в тесной связи с государственной их жизнью вообще и с различными характерами греческих племен. Спартанец у себя дома был образцом порядка законности, а потому для военной службы не нуждался …   Реальный словарь классических древностей

  • PERJURIUM — quanto in horrore fuerit Atheniensibus, vel hinc videre est, quod, sicut virum bonum indigitare volentes, eum vocârunt ἔυορκον, i. e. iuratae fidei tenacem, Hesiod. in ἔργ. v. 188. Οὐδέ τις ἐυόρκου χάρις ἔςςεται οὔτε δικαίου. Et Aristophanes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • QUINTA DIes cujuslibet mensis Lunaris — olim infausta; illâ enim Eumenides, Erinnyes, Furias periuros in poenam quaeritare, in Theologia Graecanica creditum est. Hesiod. de diebus infaustis, in Η῾μέρ. v. 800. Πέμπτας δ᾿ ἐξαλέαςθαι, ἐπεὶ χαλεπαί τε καὶ αἰναί: Ε᾿ν πέμπτῃ γάρ φασιν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μη ου — μὴ οὐ (Α) εκφράζει άρνηση η οποία ενέχει την έννοια υποψίας κακού, κυρίως μετά από ρήματα που δηλώνουν φόβο ή και προσδοκία κακού («δείδω, μὴ oὔ τίς τοι ὑπόσχηται τόδε ἔργον», Ομ. Ιλ.) 2. (με απρμφ.) χρησιμοποιείται: α) μετά από άρνηση που… …   Dictionary of Greek

  • ομοκλή — ὁμοκλή και ιων. τ. ὀμοκλή, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. βοή πολλών ανθρώπων ταυτόχρονα 2. κραυγή επίπληξης ή απειλής 3. επίπληξη, απειλή («χαλεπαὶ δὲ ἀνάκτων εἰσὶν ὁμοκλαί», Ομ. Οδ.) 4. (σχετικά με άλογα) δυνατή φωνή παρότρυνσης, ενθάρρυνσης 5. (για ήχο… …   Dictionary of Greek

  • χαλεπ' — χαλεπά , χαλεπός difficult neut nom/voc/acc pl χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc/acc dual χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc sg (doric aeolic) χαλεπέ , χαλεπός difficult masc voc sg χαλεπαί , χαλεπός difficult fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλέπ' — χαλεπά , χαλεπός difficult neut nom/voc/acc pl χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc/acc dual χαλεπά̱ , χαλεπός difficult fem nom/voc sg (doric aeolic) χαλεπέ , χαλεπός difficult masc voc sg χαλεπαί , χαλεπός difficult fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”